χροναξιμετρία

χροναξιμετρία
η, Ν
φυσιολ. η μέτρηση τής χροναξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronaximetry < χροναξία + -μετρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χροναξιμετρικός — ή, ό, Ν [χροναξιμετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χροναξιμετρία …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”